Αλεξάντροφ

Αλεξάντροφ
Πόλη (68.000 κάτ.) της Ρωσίας, 113 χλμ. από τη Μόσχα. Η πόλη, που διατηρεί αξιόλογο ιστορικό μουσείο, αποτελεί έδρα βιομηχανίας ραδιοφώνων, συνθετικών δερμάτων και επεξεργασίας τροφίμων. Τον 13ο αι. ονομαζόταν Αλεξαντρόφσκαγια Σλομποντά. Το 1564 ήταν τόπος διαμονής του τσάρου Ιβάν Δ’, ο οποίος αποσύρθηκε εκεί μετά τη ρήξη του με τους Βογιάρους. Στην πόλη υπάρχει μια από τις αρχαιότερες λιθόκτιστες και με κωνικό τρούλο εκκλησίες της Ρωσίας. Αξιόλογος είναι και ο καθεδρικός ναός της Αγίας Τριάδας. Στις αρχές του 17ου αι. η πόλη καταστράφηκε, αλλά ανοικοδομήθηκε. Στην περιοχή της βρίσκεται και το μοναστήρι του Ουσπένσκι (1651), από το οποίο σώζονται το καθολικό και τα κελιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλεξάντροφ, Αλεξάντρ Ντανίλοβιτς — (Aleksandr Danilovic Aleksandrov, 1912 1999). Ρώσος μαθηματικός, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ, πρύτανης του πανεπιστημίου του Λένινγκραντ από το 1952 έως το 1964. Βασικός τομέας σπουδών και μελέτης του υπήρξε η γεωμετρία. Εισήγαγε …   Dictionary of Greek

  • Αλεξαντρόφ, Αλεξέι Βασίλιεβιτς — (1883 – 1946).Ρώσος συνθέτης και αρχιμουσικός χορωδιών. Υπήρξε μαθητής του Ρίμσκι Κόρσακοφ στο ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, του οποίου έγινε και διευθυντής, ενώ ήταν ο συνθέτης του εθνικού ύμνου της πρώην ΕΣΣΔ. Μελοποίησε πολλά πατριωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντροφ, Πάβελ Σεργκέγεβιτς — (1896 – 1982). Ρώσος μαθηματικός, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1929. Ασχολήθηκε με τις θεωρίες των συνόλων και των συναρτήσεων, κύριο όμως έργο του υπήρξε η μελέτη της… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξαντρόφ, Τεοντόρ — (1881 – 1924). Βούλγαρος κομιτατζής. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και συμμάχησε με τους Κροάτες αυτονομιστές. Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Σταμπολίσκι διέταξε τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Δραπέτευσε όμως… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… …   Dictionary of Greek

  • Γιούζνο-Σαχαλίνσκ — (Juzno Sahalinsk). Πόλη (179.500 κάτ. το 2002) της άπω ανατολικής Ρωσίας, στο νησί της Σαχαλίνης που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό. H Γ. Σ. διαθέτει ξυλουργικά εργοστάσια και βιομηχανίες άνθρακα και επεξεργασίας αλιευτικών προϊόντων. Η πόλη, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”